- ορεσίβιος
- -α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορεσίβιος — α, ο αυτός που ζει στο βουνό, ο βουνίσιος: Ορεσίβιοι κάτοικοι της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… … Dictionary of Greek
Σουντανοί — οι, Ν ορεσίβιος λαός τής δυτικής Ιάβας τής Ινδονησίας, μία από τις τρεις κύριες εθνικές ομάδες τής νήσου, που διακρίνεται από τους άλλους Ιαβανούς κυρίως από την γλώσσα και την αυστηρή προσκόλλησή του στη μουσουλμανική πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ζυγιώτης — ο (θηλ. ζυγιώτισσα) [ζυγός] ο κάτοικος τών κορυφών τών βουνών, ορεσίβιος, βουνίσιος … Dictionary of Greek
ορέσβιος — ὀρέσβιος, ον (Α) βλ. ὀρεσίβιος … Dictionary of Greek
ορείτης — ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, ίτιδος (Α) 1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος 2. ονομασία ενός λίθου 3. είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
σκοπιήτης — ὁ, Α [σκοπιά / σκοπιή] 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος» … Dictionary of Greek
χαϊντούκος — και χαϊδούκος, ο, Ν ορεσίβιος αντάρτης στην Ουγγαρία, στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουγγρ. hajduk] … Dictionary of Greek